κατακαθίζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατακαθίζω | κατακάθιζα | θα κατακαθίζω | να κατακαθίζω | κατακαθίζοντας | |
| β' ενικ. | κατακαθίζεις | κατακάθιζες | θα κατακαθίζεις | να κατακαθίζεις | κατακάθιζε | |
| γ' ενικ. | κατακαθίζει | κατακάθιζε | θα κατακαθίζει | να κατακαθίζει | ||
| α' πληθ. | κατακαθίζουμε | κατακαθίζαμε | θα κατακαθίζουμε | να κατακαθίζουμε | ||
| β' πληθ. | κατακαθίζετε | κατακαθίζατε | θα κατακαθίζετε | να κατακαθίζετε | κατακαθίζετε | |
| γ' πληθ. | κατακαθίζουν(ε) | κατακάθιζαν κατακαθίζαν(ε) |
θα κατακαθίζουν(ε) | να κατακαθίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατακάθισα | θα κατακαθίσω | να κατακαθίσω | κατακαθίσει | ||
| β' ενικ. | κατακάθισες | θα κατακαθίσεις | να κατακαθίσεις | κατακάθισε | ||
| γ' ενικ. | κατακάθισε | θα κατακαθίσει | να κατακαθίσει | |||
| α' πληθ. | κατακαθίσαμε | θα κατακαθίσουμε | να κατακαθίσουμε | |||
| β' πληθ. | κατακαθίσατε | θα κατακαθίσετε | να κατακαθίσετε | κατακαθίστε | ||
| γ' πληθ. | κατακάθισαν κατακαθίσαν(ε) |
θα κατακαθίσουν(ε) | να κατακαθίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατακαθίσει | είχα κατακαθίσει | θα έχω κατακαθίσει | να έχω κατακαθίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατακαθίσει | είχες κατακαθίσει | θα έχεις κατακαθίσει | να έχεις κατακαθίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατακαθίσει | είχε κατακαθίσει | θα έχει κατακαθίσει | να έχει κατακαθίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατακαθίσει | είχαμε κατακαθίσει | θα έχουμε κατακαθίσει | να έχουμε κατακαθίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατακαθίσει | είχατε κατακαθίσει | θα έχετε κατακαθίσει | να έχετε κατακαθίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατακαθίσει | είχαν κατακαθίσει | θα έχουν κατακαθίσει | να έχουν κατακαθίσει |
| |
Μεταφράσεις
κατακαθίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.