προκύπτει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προκύπτει < αρχαία ελληνική προκύπτει, γʹ ενικό οριστικής ενεστώτα τού προκύπτω < πρό + κύπτω

Ρήμα

προκύπτει, πρτ.: προέκυπτε, στ.μέλλ.: θα προκύψει, αόρ.: προέκυψε (απρόσωπο ρήμα, τριτοπρόσωπο σε γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)

  1. για κάτι που έρχεται ως αποτέλεσμα
    από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι το καινούριο
  2. για κάτι που συμβαίνει ή γίνεται γνωστό απροσδόκητα
    την τελευταία στιγμή προέκυψε μια δυσκολία
  3. (απρόσωπο) εξάγεται ως συμπέρασμα
    από την έρευνα προκύπτει ότι ο ιός μεταλλάχτηκε

Εκφράσεις

  • ό,τι ήθελε προκύψει

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

προκύπτει
  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προκύπτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.