προσυνεννόηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσυνεννόηση | οι | προσυνεννοήσεις |
| γενική | της | προσυνεννόησης* | των | προσυνεννοήσεων |
| αιτιατική | την | προσυνεννόηση | τις | προσυνεννοήσεις |
| κλητική | προσυνεννόηση | προσυνεννοήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσυνεννοήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσυνεννόηση < προ- + συνεννόηση
Ουσιαστικό
προσυνεννόηση θηλυκό
- η εκ των προτέρων συνεννόηση
- Η χρήση του εργαστηρίου πληροφορικής στο οποίο υλοποιούνται τα περισσότερα σενάρια προϋποθέτει προσυνεννόηση του εκπαιδευτικού με τον καθηγητή Πληροφορικής και τους υπόλοιπους συναδέλφους του. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προ, συνεννόηση και νους
Μεταφράσεις
προσυνεννόηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.