συμμαθήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμμαθήτρια | οι | συμμαθήτριες |
| γενική | της | συμμαθήτριας | των | συμμαθητριών |
| αιτιατική | τη | συμμαθήτρια | τις | συμμαθήτριες |
| κλητική | συμμαθήτρια | συμμαθήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμμαθήτρια < συμμαθητής + -τρια < αρχαία ελληνική συμμαθητής < συν- + μαθητής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.