συμβούλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | συμβούλιον | τὰ | συμβούλιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | συμβουλίου | τῶν | συμβουλίων | ||||
| δοτική | τῷ | συμβουλίῳ | τοῖς | συμβουλίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | συμβούλιον | τὰ | συμβούλιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | συμβούλιον | συμβούλιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμβουλίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | συμβουλίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- συμβούλιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συμβουλ(ή) + -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συμβούλιο
Ουσιαστικό
συμβούλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- συμβουλή
- διάσκεψη, σύσκεψη συμβουλίου, ιδίως ρωμαϊκό consilium
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συμβουλή
Πηγές
- συμβούλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.