συλλογιστική
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συλλογιστική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συλλογιστική θηλυκό
- η διαδικασία με την οποία κάποιος κάνει συλλογισμούς που τον οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
συλλογιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συλλογιστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.