συκοπερίβολο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συκοπερίβολο τα συκοπερίβολα
      γενική του συκοπερίβολου των συκοπερίβολων
    αιτιατική το συκοπερίβολο τα συκοπερίβολα
     κλητική συκοπερίβολο συκοπερίβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συκοπερίβολο < σύκο + περιβόλι

Ουσιαστικό

συκοπερίβολο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.