συζυγοκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | συζυγοκτόνος | οι | συζυγοκτόνοι |
| γενική | του/της | συζυγοκτόνου | των | συζυγοκτόνων |
| αιτιατική | τον/τη | συζυγοκτόνο | τους/τις | συζυγοκτόνους |
| κλητική | συζυγοκτόνε | συζυγοκτόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Υπερώνυμα
Συγγενικά
- συζυγοκτονία
- → δείτε τις λέξεις σύζυγος και κτείνω
Μεταφράσεις
συζυγοκτόνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.