συναγελάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συναγελάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναγελάζομαι (χωρίς μειωτική χροιά)

Ρήμα

συναγελάζομαι, αόρ.: συναγελάστηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. (για ζώα) που ζουν σε αγέλη
  2. (μεταφορικά) σχετίζομαι, κάνω συντροφιά με ανήθικους, μηδαμινούς ανθρώπους

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αγέλη

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.