συναγελάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναγελάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναγελάζομαι (χωρίς μειωτική χροιά)
Ρήμα
συναγελάζομαι, αόρ.: συναγελάστηκα (αποθετικό ρήμα)
- (για ζώα) που ζουν σε αγέλη
- (μεταφορικά) σχετίζομαι, κάνω συντροφιά με ανήθικους, μηδαμινούς ανθρώπους
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναγελάζομαι | συναγελαζόμουν(α) | θα συναγελάζομαι | να συναγελάζομαι | ||
| β' ενικ. | συναγελάζεσαι | συναγελαζόσουν(α) | θα συναγελάζεσαι | να συναγελάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | συναγελάζεται | συναγελαζόταν(ε) | θα συναγελάζεται | να συναγελάζεται | ||
| α' πληθ. | συναγελαζόμαστε | συναγελαζόμαστε συναγελαζόμασταν |
θα συναγελαζόμαστε | να συναγελαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συναγελάζεστε | συναγελαζόσαστε συναγελαζόσασταν |
θα συναγελάζεστε | να συναγελάζεστε | (συναγελάζεστε) | |
| γ' πληθ. | συναγελάζονται | συναγελάζονταν συναγελαζόντουσαν |
θα συναγελάζονται | να συναγελάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συναγελάστηκα | θα συναγελαστώ | να συναγελαστώ | συναγελαστεί | ||
| β' ενικ. | συναγελάστηκες | θα συναγελαστείς | να συναγελαστείς | συναγελάσου | ||
| γ' ενικ. | συναγελάστηκε | θα συναγελαστεί | να συναγελαστεί | |||
| α' πληθ. | συναγελαστήκαμε | θα συναγελαστούμε | να συναγελαστούμε | |||
| β' πληθ. | συναγελαστήκατε | θα συναγελαστείτε | να συναγελαστείτε | συναγελαστείτε | ||
| γ' πληθ. | συναγελάστηκαν συναγελαστήκαν(ε) |
θα συναγελαστούν(ε) | να συναγελαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συναγελαστεί | είχα συναγελαστεί | θα έχω συναγελαστεί | να έχω συναγελαστεί | ||
| β' ενικ. | έχεις συναγελαστεί | είχες συναγελαστεί | θα έχεις συναγελαστεί | να έχεις συναγελαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συναγελαστεί | είχε συναγελαστεί | θα έχει συναγελαστεί | να έχει συναγελαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναγελαστεί | είχαμε συναγελαστεί | θα έχουμε συναγελαστεί | να έχουμε συναγελαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συναγελαστεί | είχατε συναγελαστεί | θα έχετε συναγελαστεί | να έχετε συναγελαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναγελαστεί | είχαν συναγελαστεί | θα έχουν συναγελαστεί | να έχουν συναγελαστεί | ||
Μεταφράσεις
συναγελάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.