συγκοινωνιακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
συγκοινωνιακά < συγκοινωνιακός
Επίρρημα
συγκοινωνιακά
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συγκοινωνιακά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
συγκοινωνιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκοινωνιακό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.