συγκαλύψεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

συγκαλύψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκαλύπτω
  2. θα συγκαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκαλύπτω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

συγκαλύψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκάλυψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.