στυπτηρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στυπτηρία οι στυπτηρίες
      γενική της στυπτηρίας των στυπτηριών
    αιτιατική τη στυπτηρία τις στυπτηρίες
     κλητική στυπτηρία στυπτηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στυπτηρία < αρχαία ελληνική στυπτηρία

Ουσιαστικό

στυπτηρία θηλυκό

  1. ονομασία πολλών θειικών αλάτων
  2. (ειδικότερα) η στύψη

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στυπτηρία οι στυπτηρίες
      γενική της στυπτηρίας των στυπτηριών
    αιτιατική τη στυπτηρία τις στυπτηρίες
     κλητική στυπτηρία στυπτηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στυπτηρία < στυπτηρία γῆ < στύφω

Ουσιαστικό

στυπτηρία θηλυκό

  1. στυπτηρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.