στοχεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

στοχεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στοχεύω
  2. θα στοχεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στοχεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

στοχεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στόχευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.