στρυχνίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρυχνίνη οι στρυχνίνες
      γενική της στρυχνίνης των στρυχνινών
    αιτιατική τη στρυχνίνη τις στρυχνίνες
     κλητική στρυχνίνη στρυχνίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρυχνίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική strychnine < αρχαία ελληνική στρύχνος + -ίνη
Η λέξη μαρτυρείται από το 1842

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾiˈxni.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρυχνίνη

Ουσιαστικό

στρυχνίνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.