στροβιλίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στροβιλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος στροβιλίζω

Ρήμα

στροβιλίζομαι

  1. περιστρέφομαι, μετακινούμαι προς όλες τις κατευθύνσεις
  2. χορεύω γυρίζοντας διαρκώς, στριφογυρίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.