στρατωνισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατωνισμός οι στρατωνισμοί
      γενική του στρατωνισμού των στρατωνισμών
    αιτιατική τον στρατωνισμό τους στρατωνισμούς
     κλητική στρατωνισμέ στρατωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατωνισμός < στρατωνίζω < στρατών.

Ουσιαστικό

στρατωνισμός αρσενικό

  1. Ο καταυλισμός των στρατιωτών. Η τοποθέτηση στρατιωτών σε καταλύματα.
    Ο στρατωνισμός τους θα γίνει σε δύο στρατόπεδα του Χαϊδαρίου.
  2. Το σύνολο των κτιρίων του στρατώνα ή γενικότερα το σύνολο των καταλυμάτων που χρησιμοποιούνται από τους στρατιώτες σε ένα μέρος.
    "Οι εγκαταστάσεις του στρατωνισμού είναι άριστες" είπε ο διοικητής στην αναφορά του.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.