στρατωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρατωνίζομαι < στρατωνίζω < στρατών.
Ρήμα
στρατωνίζομαι
- Καταυλίζομαι, καταλύω κάπου (για στρατιώτες).
- Η 7η μεραρχία στρατωνίζεται στο παλιό εργοστάσιο.
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
στρατωνίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.