στρατών

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρατών οἱ στρατῶνες
      γενική τοῦ στρατῶνος τῶν στρατώνων
      δοτική τῷ στρατῶνι τοῖς στρατῶσι(ν)
    αιτιατική τὸν στρατῶνα τοὺς στρατῶνας
     κλητική ! στρατών στρατῶνες
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

στρατών (μαρτυρείται από το 1833) [1] <  και δείτε τη λέξη στρατώνας

Ουσιαστικό

στρατών, -ῶνος αρσενικό


Ετυμολογία 2

στρατών: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

στρατών αρσενικό

Αναφορές

  1. σελ. 934, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.