στρατών
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | στρατών | οἱ | στρατῶνες | ||||
| γενική | τοῦ | στρατῶνος | τῶν | στρατώνων | ||||
| δοτική | τῷ | στρατῶνι | τοῖς | στρατῶσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | στρατῶνα | τοὺς | στρατῶνας | ||||
| κλητική ὦ! | στρατών | στρατῶνες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία 2
- στρατών: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- σελ. 934, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.