στρατωνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στρατωνίζω < στρατών.

Ρήμα

στρατωνίζω

  • Παρέχω κατάλυμα σε στρατιώτες.
Που θα στρατωνίσουμε τον 3ο λόχο;

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.