στρατονόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατονόμος οι στρατονόμοι
      γενική του στρατονόμου των στρατονόμων
    αιτιατική τον στρατονόμο τους στρατονόμους
     κλητική στρατονόμε στρατονόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατονόμος < στρατός + -νόμος (< αρχαία ελληνική νέμω)

Ουσιαστικό

στρατονόμος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.