στρατιωτάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στρατιωτάκι | τα | στρατιωτάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | στρατιωτάκι | τα | στρατιωτάκια |
| κλητική | στρατιωτάκι | στρατιωτάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρατιωτάκι < στρατιώτ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
στρατιωτάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του στρατιώτης
- (παιχνίδι) φιγούρα που μοιάζει με στρατιώτη
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη στρατιωτάκια (παιχνίδι)
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε στρατιώτης
(παιχνίδι)
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)