στρατιωτάκια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | στρατιωτάκια | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | τα | στρατιωτάκια | ||
| κλητική | στρατιωτάκια | |||
| Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾa.tçoˈta.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τι‐ω‐τά‐κια
Ουσιαστικό
στρατιωτάκια ουδέτερο στον πληθυντικό
- (παιχνίδι) παιδικό παιχνίδι, αναπαράσταση μάχης με στημένα στρατιωτάκια
Παράγωγα
- στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα (παιχνίδι)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
στρατιωτάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στρατιωτάκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.