στρατηγεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | στρατηγεῖον | τὰ | στρατηγεῖᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | στρατηγείου | τῶν | στρατηγείων | ||||
| δοτική | τῷ | στρατηγείῳ | τοῖς | στρατηγείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | στρατηγεῖον | τὰ | στρατηγεῖᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | στρατηγεῖον | στρατηγεῖᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρατηγείω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | στρατηγείοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- στρατηγεῖον < αρχαία ελληνική στρατήγ(ιον) + -εῖον
Πηγές
- στρατηγεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.