στρατήγιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στρατήγιον τὰ στρατήγι
      γενική τοῦ στρατηγίου τῶν στρατηγίων
      δοτική τῷ στρατηγί τοῖς στρατηγίοις
    αιτιατική τὸ στρατήγιον τὰ στρατήγι
     κλητική ! στρατήγιον στρατήγι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατηγίω
γεν-δοτ τοῖν  στρατηγίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρατήγιον < στρατηγ(ός) + -ιον

Ουσιαστικό

στρατήγιον, -ου ουδέτερο

  1. (ιστορία) τόπος συνεδρίασης των στρατηγών στην αρχαία Αθήνα
  2. η σκηνή ενός στρατηγού
  3. (στρατιωτικός όρος) στρατόπεδο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.