στραγγαλιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στραγγαλιστήρας | οι | στραγγαλιστήρες |
| γενική | του | στραγγαλιστήρα | των | στραγγαλιστήρων |
| αιτιατική | τον | στραγγαλιστήρα | τους | στραγγαλιστήρες |
| κλητική | στραγγαλιστήρα | στραγγαλιστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στραγγαλιστήρας < στραγγαλίζω + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική étrangloir[1])
Ουσιαστικό
στραγγαλιστήρας αρσενικό
- (ναυτικός όρος) μεταλλικός μηχανισμός που συγκρατεί την αλυσίδα της άγκυρας ενός πλοίου
Μεταφράσεις
- στραγγαλιστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.