στράκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στράκα | οι | στράκες |
| γενική | της | στράκας | — | |
| αιτιατική | τη | στράκα | τις | στράκες |
| κλητική | στράκα | στράκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στράκα < (ηχομιμητική λέξη): το «στρακ», ξερός κρότος όπως του μαστιγίου των αμαξάδων
Ουσιαστικό
στράκα θηλυκό
- ξερός και διαπεραστικός ήχος με μικρή διάρκεια
- δυνατή και ηχηρή σφαλιάρα, καρπαζιά, ο ξυλοδαρμός (πέφτουν στράκες)
- ※ Η απάντηση που παίρνει είναι μιά στράκα που του κολλάει από πίσω ο Καραγκιόζης (στο: Κώστας Η. Μπίρης, «Ο Καραγκιόζης», περ. Νέα Εστία 605 (15 Σεπτ. 1952), σ. 1228)
- (μεταφορικά) η πρόκληση μεγάλης εντύπωσης (κάνω στράκες)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Πηγές
- στράκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στράκα, στα Δελτία Γεωργακά - Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.