στράκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στράκα οι στράκες
      γενική της στράκας
    αιτιατική τη στράκα τις στράκες
     κλητική στράκα στράκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στράκα < (ηχομιμητική λέξη): το «στρακ», ξερός κρότος όπως του μαστιγίου των αμαξάδων

Ουσιαστικό

στράκα θηλυκό

  1. ξερός και διαπεραστικός ήχος με μικρή διάρκεια
  2. δυνατή και ηχηρή σφαλιάρα, καρπαζιά, ο ξυλοδαρμός (πέφτουν στράκες)
      Η απάντηση που παίρνει είναι μιά στράκα που του κολλάει από πίσω ο Καραγκιόζης (στο: Κώστας Η. Μπίρης, «Ο Καραγκιόζης», περ. Νέα Εστία 605 (15 Σεπτ. 1952), σ. 1228)
  3. (μεταφορικά) η πρόκληση μεγάλης εντύπωσης (κάνω στράκες)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.