στρακαστρούκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρακαστρούκα οι στρακαστρούκες
      γενική της στρακαστρούκας
    αιτιατική τη στρακαστρούκα τις στρακαστρούκες
     κλητική στρακαστρούκα στρακαστρούκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρακαστρούκα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στρακαστρούκα θηλυκό

  • είδος πολύ μικρής κροτίδας που εκρήγνυται με την τριβή, συνήθως με το τρίψιμο του παπουτσιού στο έδαφος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.