στοματοφαρυγγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στοματοφαρυγγικός | η | στοματοφαρυγγική | το | στοματοφαρυγγικό |
| γενική | του | στοματοφαρυγγικού | της | στοματοφαρυγγικής | του | στοματοφαρυγγικού |
| αιτιατική | τον | στοματοφαρυγγικό | τη | στοματοφαρυγγική | το | στοματοφαρυγγικό |
| κλητική | στοματοφαρυγγικέ | στοματοφαρυγγική | στοματοφαρυγγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στοματοφαρυγγικοί | οι | στοματοφαρυγγικές | τα | στοματοφαρυγγικά |
| γενική | των | στοματοφαρυγγικών | των | στοματοφαρυγγικών | των | στοματοφαρυγγικών |
| αιτιατική | τους | στοματοφαρυγγικούς | τις | στοματοφαρυγγικές | τα | στοματοφαρυγγικά |
| κλητική | στοματοφαρυγγικοί | στοματοφαρυγγικές | στοματοφαρυγγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στοματοφαρυγγικός < στοματοφάρυγγ(ας) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /sto.ma.to.fa.ɾiŋ.ɟiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐μα‐το‐φα‐ρυγ‐γι‐κός
Επίθετο
στοματοφαρυγγικός, ή, ό
- (ανατομία) που σχετίζεται με τον στοματοφάρυγγα ή αναφέρεται σε αυτόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.