στοκατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στοκατζής οι στοκατζήδες
      γενική του στοκατζή των στοκατζήδων
    αιτιατική τον στοκατζή τους στοκατζήδες
     κλητική στοκατζή στοκατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοκατζής < στόκος + -τζής

Ουσιαστικό

στοκατζής αρσενικό

  • (επάγγελμα) τεχνίτης που γνωρίζει να στοκάρει επιφάνειες

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.