στοιχίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στοιχίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος στοιχίζω < στοίχος

Ρήμα

στοιχίζομαι

  • μπαίνω μαζί με άλλους στη σειρά, σε μια γραμμή, σε μια συγκεκριμένη διάταξη στο στρατό, τη γυμναστική, την παρέλαση

συνώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.