bet

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bet bets

bet (en)

Ρήμα

ενεστώτας bet
γ΄ ενικό ενεστώτα bets
αόριστος betted, bet
παθητική μετοχή betted, bet
ενεργητική μετοχή betting

bet (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) στοιχηματίζω, ρισκάρω χρήματα σε έναν αγώνα ή ένα γεγονός προσπαθώντας να προβλέψω το αποτέλεσμα
    I bet you 5 dollars that…
    Σε στοιχηματίζω 5 δολάρια ότι…
    I bet 10 euros that you don’t know it.
    Στοιχηματίζω 10 ευρώ ότι δεν το ξέρεις.
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) είμαι σίγουρος (σίγουρα)· χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί βεβαιότητα ότι κάτι είναι αλήθεια ή ότι θα συμβεί
    I bet he will be late.
    Είμαι σίγουρος πως θα αργήσει.
    I bet he will forget about it completely.
    Είμαι σίγουρος ότι θα το ξεχάσει εντελώς.

Πηγές



Τοκ πίσιν (tpi)

Ουσιαστικό

bet (tpi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.