bet
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | bet |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | bets |
| αόριστος | betted, bet |
| παθητική μετοχή | betted, bet |
| ενεργητική μετοχή | betting |
bet (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στοιχηματίζω, ρισκάρω χρήματα σε έναν αγώνα ή ένα γεγονός προσπαθώντας να προβλέψω το αποτέλεσμα
- ↪ I bet you 5 dollars that…
- Σε στοιχηματίζω 5 δολάρια ότι…
- ↪ I bet 10 euros that you don’t know it.
- Στοιχηματίζω 10 ευρώ ότι δεν το ξέρεις.
- ↪ I bet you 5 dollars that…
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) είμαι σίγουρος (σίγουρα)· χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί βεβαιότητα ότι κάτι είναι αλήθεια ή ότι θα συμβεί
- ↪ I bet he will be late.
- Είμαι σίγουρος πως θα αργήσει.
- ↪ I bet he will forget about it completely.
- Είμαι σίγουρος ότι θα το ξεχάσει εντελώς.
- ↪ I bet he will be late.
Πηγές
- bet (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- bet (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 789, 821. ISBN 9780194325684., λήμμα: σίγουρος, στοίχημα, στοιχηματίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.