στηλογνώμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στηλογνώμονας | οι | στηλογνώμονες |
| γενική | του | στηλογνώμονα | των | στηλογνωμόνων |
| αιτιατική | τον | στηλογνώμονα | τους | στηλογνώμονες |
| κλητική | στηλογνώμονα | στηλογνώμονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το πλήκτρο Tab
Ετυμολογία
- στηλογνώμονας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στηλογνώμονας αρσενικό
- η ετικέτα
- (πληροφορική) ένας από τους χαρακτήρες διαστήματος που εκτείνεται στην επόμενη στήλη και παραδοσιακά χρησιμοποιείται για την εισαγωγή στοιχείων σε μορφή καταλόγου (tabulation) και την δημιουργία αριστερής εσοχής σε παραγράφους
- (πληροφορική) το πλήκτρο (tab) στο πληκτρολόγιο
Μεταφράσεις
στηλογνώμονας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.