στηλογνώμονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στηλογνώμονας οι στηλογνώμονες
      γενική του στηλογνώμονα των στηλογνωμόνων
    αιτιατική τον στηλογνώμονα τους στηλογνώμονες
     κλητική στηλογνώμονα στηλογνώμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το πλήκτρο Tab

Ετυμολογία

στηλογνώμονας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στηλογνώμονας αρσενικό

  1. η ετικέτα
  2. (πληροφορική) ένας από τους χαρακτήρες διαστήματος που εκτείνεται στην επόμενη στήλη και παραδοσιακά χρησιμοποιείται για την εισαγωγή στοιχείων σε μορφή καταλόγου (tabulation) και την δημιουργία αριστερής εσοχής σε παραγράφους
  3. (πληροφορική) το πλήκτρο (tab) στο πληκτρολόγιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.