tab

Αγγλικά (en)

Το πλήκτρο Tab

Ετυμολογία

tab < συντομογραφία από τις λέξεις: tabulate, tabulator, ή tabulation

Ουσιαστικό

tab (en)

  1. η ετικέτα
  2. (πληροφορική) στηλογνώμονας, στηλοθέτης [1]
  3. (πληροφορική) το πλήκτρο στο πληκτρολόγιο για τον ομώνυμο χαρακτήρα

  • tab στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. «στηλοθέτης» από αναζήτηση « tab» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.