στερέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- στερέω στερῶ < ρίζα στερ- και πρόσφυμα ε +κατάληξη ω
Ρήμα
στερέω
- αρχαία μορφή του νεοελληνικού ρήματος στερώ, παίρνω κάτι από κάποιον, του αφαιρώ, τον απογυμνώνω απο κάτι. Παθητική φωνή, στερούμαι και στέρομαι καθώς και στερίσκομαι από το συγγενές στερίσκω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.