στερεο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στερεο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στερεο- < στερεό(ς)

Προφορά

ΔΦΑ : /ste.ɾe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στερεο-

Πρόθημα

στερεο-, στερεό-
πρώτο συνθετικό που δηλώνει

  1. τη στερεή κατάσταση ύλης σε αντίθεση με την υγρή ή αέρι
    στερεοποιώ
  2. τη σταθερότητα, την ιδιότητα του στερεού, σταθερού ή την τυποποίηση
    στερεόδετος, στερεότυπος
  3. (επιστημονικοί όροι) το μέσο ή τη μέθοδο για τρισδιάστατη ανάλυση ή απεικόνιση
    στερεομετρία

Σύνθετα

Αναφορές

  1. στερεο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στερεο- - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

στερεο- < στερεό(ς)

Πρόθημα

στερεο-, στερεό-

Σύνθετα

  • στερεο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα στερεο- στο Βικιλεξικό
  • στερεό- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα στερεό- στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις στερεο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.