στερεογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στερεογραφικός | η | στερεογραφική | το | στερεογραφικό |
| γενική | του | στερεογραφικού | της | στερεογραφικής | του | στερεογραφικού |
| αιτιατική | τον | στερεογραφικό | τη | στερεογραφική | το | στερεογραφικό |
| κλητική | στερεογραφικέ | στερεογραφική | στερεογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στερεογραφικοί | οι | στερεογραφικές | τα | στερεογραφικά |
| γενική | των | στερεογραφικών | των | στερεογραφικών | των | στερεογραφικών |
| αιτιατική | τους | στερεογραφικούς | τις | στερεογραφικές | τα | στερεογραφικά |
| κλητική | στερεογραφικοί | στερεογραφικές | στερεογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στερεογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéréographique < stéréographie < αρχαία ελληνική στερεός + γράφω
Μεταφράσεις
στερεογραφικός
Πηγές
- στερεογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στερεογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στερεογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.