Στεγόσαυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στεγόσαυρος οι Στεγόσαυροι
      γενική του Στεγόσαυρου
& Στεγοσαύρου
των Στεγόσαυρων
& Στεγοσαύρων
    αιτιατική τον Στεγόσαυρο τους Στεγόσαυρους
& Στεγοσαύρους
     κλητική Στεγόσαυρε Στεγόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αναπαράσταση Στεγόσαυρου

Ετυμολογία

Στεγόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Stegosaurus < αρχαία ελληνική στέγ(η) + -ό- + -σαυρος

Προφορά

ΔΦΑ : /steˈɣo.sa.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στεγόσαυρος

Κύριο όνομα

Στεγόσαυρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.