σταφυλοκοκκικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταφυλοκοκκικός η σταφυλοκοκκική το σταφυλοκοκκικό
      γενική του σταφυλοκοκκικού της σταφυλοκοκκικής του σταφυλοκοκκικού
    αιτιατική τον σταφυλοκοκκικό τη σταφυλοκοκκική το σταφυλοκοκκικό
     κλητική σταφυλοκοκκικέ σταφυλοκοκκική σταφυλοκοκκικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταφυλοκοκκικοί οι σταφυλοκοκκικές τα σταφυλοκοκκικά
      γενική των σταφυλοκοκκικών των σταφυλοκοκκικών των σταφυλοκοκκικών
    αιτιατική τους σταφυλοκοκκικούς τις σταφυλοκοκκικές τα σταφυλοκοκκικά
     κλητική σταφυλοκοκκικοί σταφυλοκοκκικές σταφυλοκοκκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σταφυλοκοκκικός < σταφυλόκοκκος + -ικός

Επίθετο

σταφυλοκοκκικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.