σταφυλόκοκκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σταφυλόκοκκος | οι | σταφυλόκοκκοι |
| γενική | του | σταφυλόκοκκου & σταφυλοκόκκου |
των | σταφυλόκοκκων & σταφυλοκόκκων |
| αιτιατική | τον | σταφυλόκοκκο | τους | σταφυλόκοκκους & σταφυλοκόκκους |
| κλητική | σταφυλόκοκκε | σταφυλόκοκκοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταφυλόκοκκος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική staphylococcus < σταφυλή + κόκκος
Ουσιαστικό
σταφυλόκοκκος αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.