mostek
Πολωνικά
(pl)
Ετυμολογία
mostek
<
υποκοριστικό
του
most
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
mostek
(pl)
αρσενικό
γεφυράκι
, μικρή γέφυρα
(
ανατομία
)
στέρνο
γέφυρα
με τις έννοιες
(
οδοντιατρική
) οδοντοτεχνική κατασκευή
(
αθλητισμός
)
γυμναστική άσκηση
επίπεδο σε πλοίο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.