στέλλομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | στέλλομαι | |
| Παρατατικός | ἐστελλόμην | |
| Μέλλοντας | σταλήσομαι, στελούμαι | |
| Αόριστος | (ἐστειλάμην), ἐστάλην | |
| Παρακείμενος | ἔσταλμαι | |
| Υπερσυντέλικος | ἐστάλμην | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Σημειώσεις
Στη νεοελληνική γλώσσα συνηθίζεται σε απλή, μη σύνθετη μορφή, κυρίως στο τρίτο πρόσωπο
- Η επιταγή στάλθηκε / εστάλη
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.