στάμνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάμνα οι στάμνες
      γενική της στάμνας των σταμνών
    αιτιατική τη στάμνα τις στάμνες
     κλητική στάμνα στάμνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στάμνα < σταμν(ί) + μεγεθυντικό επίθημα < μεσαιωνική ελληνική σταμνίν < αρχαία ελληνική σταμνίον, υποκοριστικό του στάμνος

Ουσιαστικό

στάμνα θηλυκό

  1. (κεραμική) πήλινο δοχείο υγρών
  2. (μουσικό όργανο) πήλινο μουσικό όργανο συνώνυμο του τουμπελέκι

Συνώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.