στάδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     πληθυντικός  
ουδέτερο ουδέτερο αρσενικό
ονομαστική τὸ στάδιον τὰ στάδι οἱ στάδιοι
      γενική τοῦ σταδίου τῶν σταδίων τῶν σταδίωνν
      δοτική τῷ σταδί τοῖς σταδίοις τοῖς σταδίοις
    αιτιατική τὸ στάδιον τὰ στάδι τοὺς σταδίους
     κλητική ! στάδιον στάδι στάδιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταδίω
γεν-δοτ τοῖν  σταδίοιν
Και δεύτερος, μεταγενέστερος πληθυντικός, αρσενικού γένους όπως το «θρίαμβος».
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στάδιον < ουδέτερο του στάδιος[1] < ἵστημι ή σπάδιον[1] < σπάω

Ουσιαστικό

στάδιον ουδέτερο

  1. (μονάδα μέτρησης) μέτρο μήκους, ίσο με 184,87 μέτρα ή ίσο με 100 οργυιές ή τότε με έξι πλέθρα
  2. (αθλητισμός) ο αγώνας δρόμου που είχε μήκος ακριβώς ενός σταδίου
  3. έκταση ανοιχτή και επίπεδη
  4. αβάκιο πεσσών

  • δωρικός τύπος: σπάδιον

Σύνθετα

  • σταδιοδρόμος
  • σταδιοδρομέω

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.