στάδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ουδέτερο | ουδέτερο | αρσενικό | ||||
| ονομαστική | τὸ | στάδιον | τὰ | στάδιᾰ | οἱ | στάδιοι |
| γενική | τοῦ | σταδίου | τῶν | σταδίων | τῶν | σταδίωνν |
| δοτική | τῷ | σταδίῳ | τοῖς | σταδίοις | τοῖς | σταδίοις |
| αιτιατική | τὸ | στάδιον | τὰ | στάδιᾰ | τοὺς | σταδίους |
| κλητική ὦ! | στάδιον | στάδιᾰ | στάδιοι | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταδίω | ||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σταδίοιν | ||||
| Και δεύτερος, μεταγενέστερος πληθυντικός, αρσενικού γένους όπως το «θρίαμβος». | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ουσιαστικό
στάδιον ουδέτερο
- δωρικός τύπος : σπάδιον
Σύνθετα
- σταδιοδρόμος
- σταδιοδρομέω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- στάδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στάδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.