έμπυος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έμπυος | η | έμπυα | το | έμπυο |
| γενική | του | έμπυου | της | έμπυας | του | έμπυου |
| αιτιατική | τον | έμπυο | την | έμπυα | το | έμπυο |
| κλητική | έμπυε | έμπυα | έμπυο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έμπυοι | οι | έμπυες | τα | έμπυα |
| γενική | των | έμπυων | των | έμπυων | των | έμπυων |
| αιτιατική | τους | έμπυους | τις | έμπυες | τα | έμπυα |
| κλητική | έμπυοι | έμπυες | έμπυα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έμπυος < αρχαία ελληνική ἔμπυος < ἐν + πύον
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πύον
Μεταφράσεις
έμπυος
|
|
Πηγές
- έμπυος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- έμπυος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.