σπρεντ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπρεντ < αγγλική spread < μέση αγγλική spreden < αγγλοσαξονικά sprǣdan < πρωτογερμανική *spraidijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)per- (σκορπίζω, σπέρνω, ραντίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspɾed/
Ουσιαστικό
σπρεντ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) η διαφορά μεταξύ δύο τιμών
- (οικονομία) (νεολογισμός) η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων
- (οικονομία) (νεολογισμός) η διαφορά στην απόδοση των κρατικών χρεογράφων μιας χώρας με την απόδοση των κρατικών χρεογράφων άλλων πιο αξιόχρεων χωρών
- (οικονομία) (νεολογισμός) η διαφορά ανάμεσα στις τιμές αγοράς και πώλησης συναλλάγματος, μετοχών κ.λπ.
Συνώνυμα
-
σπρεντ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.