σπαραχτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπαραχτικός | η | σπαραχτική | το | σπαραχτικό |
| γενική | του | σπαραχτικού | της | σπαραχτικής | του | σπαραχτικού |
| αιτιατική | τον | σπαραχτικό | τη | σπαραχτική | το | σπαραχτικό |
| κλητική | σπαραχτικέ | σπαραχτική | σπαραχτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπαραχτικοί | οι | σπαραχτικές | τα | σπαραχτικά |
| γενική | των | σπαραχτικών | των | σπαραχτικών | των | σπαραχτικών |
| αιτιατική | τους | σπαραχτικούς | τις | σπαραχτικές | τα | σπαραχτικά |
| κλητική | σπαραχτικοί | σπαραχτικές | σπαραχτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπαραχτικός < (ελληνιστική κοινή) σπαρακτικός < σπαράσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.