σπαράγγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπαράγγι τα σπαράγγια
      γενική του σπαραγγιού των σπαραγγιών
    αιτιατική το σπαράγγι τα σπαράγγια
     κλητική σπαράγγι σπαράγγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σπαράγγι < αρχαία ελληνική ἀσπάραγος
βλαστοί πράσινων και λευκών σπαραγγιών
σπαράγγι (χρώμα):   

Ουσιαστικό

σπαράγγι ουδέτερο

  1. (φυτό) πολυετές φυτό που ανήκει στο γένος Asparagus
  2. (λαχανικό) ο τρυφερός βλαστός του φυτού Αsparagus officinalis που τρώγεται ως λαχανικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.