σπαμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπαμ < (άμεσο δάνειο) αγγλική spam

Ουσιαστικό

σπαμ ουδέτερο άκλιτο

  • (διαδικτυακή αργκό) ηλεκτρονική διαφήμιση που εμφανίζεται χωρίς εξουσιοδότηση από το χρήστη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.