σούδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σούδα οι σούδες
      γενική της σούδας των σουδών
    αιτιατική τη σούδα τις σούδες
     κλητική σούδα σούδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σούδα < μεσαιωνική ελληνική σούδα < λατινική sudis

Ουσιαστικό

σούδα θηλυκό

  1. το αυλάκι, το ρείθρο που παροχετεύει τα οικιακά βρομόνερα
     συνώνυμα: οχετός
  2. τάφρος
  3. (συνεκδοχικά) στενοσόκακο, μονοπάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.