σουφραζέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουφραζέτα οι σουφραζέτες
      γενική της σουφραζέτας
    αιτιατική τη σουφραζέτα τις σουφραζέτες
     κλητική σουφραζέτα σουφραζέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουφραζέτα < αγγλική suffrage + -ette

Ουσιαστικό

σουφραζέτα θηλυκό

  1. στην Αγγλία, γυναίκα που μαχόταν για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών
  2. φεμινίστρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.